ἕλιξις

ἕλιξις
ἕλιξις, ιος, ,
A rolled bandage, Hp.Off.10.
2 convolution of the bowels, Aret.SA2.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έλιξις — ἕλιξις, η (AM) συστροφή τών εντέρων αρχ. τύλιγμα τού επιδέσμου …   Dictionary of Greek

  • ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”